- τοπόκλιμα
- το, Ν(μετεωρ.) το μεσόκλιμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topoclimate < τόπος + κλίμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιοκλιματολογία — Επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των κλιματικών συνθηκών και των φαινομένων της ζωής. Οι σχέσεις αυτές είναι είτε άμεσες είτε έμμεσες και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τη γεωγραφική κατανομή των οργανισμών όσο και … Dictionary of Greek